-
1 пиломатериал
η πριονισμένη ξυλείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пиломатериал
См. также в других словарях:
αγαρικό — (agaricus).Μανιτάρι της οικογένειας των αγαρικιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει πολλά είδη μανιταριών, από τα οποία τα περισσότερα είναι μεγάλα με άσπρο ή σταχτί χρώμα και νόστιμη σάρκα. Τα κυριότερα είδη όμως είναι δύο, το α. το κηπευτικό και το… … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek